ψιλόφλουδος

ψιλόφλουδος
η , ο тонкокожий (о плодах);

σταφύλια ψιλόφλουδα — тонкокожий виноград


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψιλόφλουδος" в других словарях:

  • ψιλόφλουδος — η, ο, Ν (για καρπό) αυτός που έχει λεπτή φλούδα, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + φλουδος (< φλούδα)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλόφλουδος — η, ο λεπτόφλουδος, αυτός που έχει λεπτό φλοιό: Τα πορτοκάλια αυτά είναι ψιλόφλουδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • φτενόφλουδος — η, ο (για καρπούς), αυτός που έχει λεπτό φλοιό, φτενή φλούδα, ψιλόφλουδος: Φτενόφλουδο καρπούζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»